- Μεγαλοβδόμαδο
- τοη Μεγάλη Εβδομάδα: Το Μεγαλοβδόμαδο πηγαίνουμε ανελλιπώς στην εκκλησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεγαλοβδόμαδο — το η Μεγάλη Εβδομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + εβδομάδα] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek